- επιτροπευτικος
- ἐπιτροπευτικός3умеющий управлять, могущий быть доверенным лицом
(ἀνήρ Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνήρ Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιτροπευτικός — ἐπιτροπευτικός, ή, όν (Α) [επιτρόπευση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιτροπεία*, ο κατάλληλος για επιτροπεία («καταμαθὼν ἤν που ᾖ ἐπιτροπευτικὸς ἀνήρ», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἐπιτροπευτικός — fitted for the office of steward masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)